- απομαλακίζομαι
- ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομαλακιζόμενον — ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp masc acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp masc acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακισθείς — ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part mp masc nom/voc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακισθέντες — ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part mp masc nom/voc pl ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακίζηται — ἀπομαλακίζομαι to be weak pres subj mp 3rd sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)